Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

Κοινόν των Ηπειρωτών των περί Φοινίκης

Γέμισε η Φοινίκη με συνθήματα και αυτοκόλλητα για τα 100 χρόνια της Αυτονομίας της Β. Ηπείρου - Έρευνες από την αλβανική αστυνομ
Φωτογραφία:Νεολαία Βορειοηπειρωτών

ΑΡΧΕΓΟΝΟΣ ΕΛΛΑΣ ΗΠΕΙΡΟΣ,  Πτολεμαίος Κλαύδιος
Φοινίκη, η  αρχαιοτάτη πόλη της Ηπείρου, η οποία σήμερα βρίσκεται εντός των συνόρων του αλβανικού κράτους δεν έχει αποκαλύψει ακόμα την πραγματική ιστορία της από τους πρώιμους χρόνους και ακόμα περισσότερο στην εποχή που άκμαζε οικονομικά και διοικητικά σε όλη την περιοχή.
 Ο Πολύβιος είναι από τους πρώτους αρχαίους Έλληνες ιστορικούς που αναφέρεται ότι οι Ηπειρώτες όρισαν τη Φοινίκη ως πρωτεύουσα του Κοινού των Ηπειρωτών το έτος 234 π.Χ. επειδή ήταν η πιο πλούσια και η πιο οχυρωμένη πόλη. Ήταν η περίοδος που ο θεσμός της βασιλείας δεν ήταν ισχυρός στην ΄Ηπειρο εκτός από την περίοδο που βασίλεψε ο Πύρρος (295-272 π.Χ.), βάλλεται από την επίδραση των αντιμοναρχικών αντιλήψεων που διαδόθηκαν και απέκτησαν μεγαλύτερο πολιτικό βάρος με την επέκταση των δύο μεγάλων Συμπολιτειών, της Αιτωλικής και της Αχαϊκής.
 Το έτος 231 π.Χ. οι Μολοσσοί μαζί με άλλους Ηπειρώτες κατήργησαν τη βασιλεία, σκοτώνοντας τη Διηδάμεια, κόρη του Πύρρου Β΄. Μετά την κατάλυση της μοναρχίας η ΄Ηπειρος έγινε Κοινόν, δηλαδή, ομόσπονδο κράτος που συνένωνε «έθνη» με κοινούς δεσμούς, λατρείας, φυλετικούς, οικονομικούς, ασφαλείας, κατά το πρότυπο κυρίως των Αιτωλών και των Αχαϊών. Συγχρόνως οι Μολοσσοί έχασαν τελείως την ηγετική θέση που είχαν απέναντι στα δύο άλλα ηπειρωτικά φύλα, στους Χάονες και τους Θεσπρωτούς. ΄Ετσι έγινε πρωτεύουσα η Φοινίκη, στην περιοχή των Χαόνων. Εκεί είχαν την έδρα τους οι αρχές του Κοινού και γίνονταν οι γενικές συνελεύσεις. Γι΄ αυτό η επίσημη ονομασία του Κοινού ήταν «Κοινόν των Ηπειρωτών των περί Φοινίκης». 
 Η οργάνωση της νέας πολιτειακής αρχής των Ηπειρωτών ήταν η εξής: την ανώτατη εξουσία ασκούσε η γενική συνέλευση. Υπήρχε Βουλή («συνέδριον»), στην οποία τη σπουδαιότερη θέση κατείχε ο «γραμματεύς». Ανώτατοι άρχοντες ήταν οι τρεις στρατηγοί, οι οποίοι εκλέγονταν ένας από τα τρία κυριότερα φύλλα, τους Μολοσσούς, τους Χάονες και τους Θεσπρωτούς, και ο «΄Ιππαρχος». Επίσης υπήρχε και ένας άλλος άρχων που έφερε τον τίτλο «προστάτης των Μολοσσών», κατάλοιπο παλαιού αξιώματος στους Μολοσσούς για να περιορίζει τη δύναμη του βασιλέως. Ο προστάτης είχε αρμοδιότητα να συγκαλεί και να διευθύνει τη γενική συνέλευση των Ηπειρωτών. Την διακυβέρνηση του Κοινού λοιπόν, ασκούσαν τρεις στρατηγοί, από τους οποίους ο ένας ήταν και ο επώνυμος άρχων, ο ίππαρχος, ο γραμματεύς της Βουλής και ο προστάτης.΄Ολοι αυτοί εκλέγονταν με ετήσια θητεία από τη γενική συνέλευση, η οποία απεφάσιζε και τα περί ειρήνης και πολέμου ή περί συνάψεως συμμαχιών και διεξαγωγής των πιο σημαντικών δικών. Παρά την εσωτερική οργάνωση του Κοινού, δεν έγινε δυνατή η εξάπλωσή του σε όλη την ΄Ηπειρο, διότι άλλα ηπειρωτικά φύλα δεν μετείχαν, όπως οι Αθαμάνες και οι Κασσωπαίοι. Εξάλλου το «Κοινόν» ήταν ουσιαστικά εξάρτημα του Μακεδονικού βασιλείου και αυτό φάνηκε κατά τον ανταγωνισμό Μακεδονίας και Ρώμης, όταν οι Ηπειρώτες τάσσονται υπέρ των Μακεδόνων.
Κατά την πανελλήνιο συμμαχία η οποία ανανεώθηκε από τον Αντίγονο τον Δώδωνα οι Ηπειρώτες αναφέρονται ως Μακεδόνες. Επίσης όταν επί Φιλίππου Ε΄ άρχισαν να διεξάγονται οι πόλεμοι μεταξύ Μακεδόνων και Ρωμαίων οι Ηπειρώτες ετάχθηκαν υπέρ των πρώτων και προσπάθησαν τη συνδιαλλαγή των αντιπάλων.
Η Φοινίκη,  είναι η μεγαλύτερη κοινότητα και το κέντρο της επαρχίας Φοινίκης. Χωριό με υψόμετρο 60 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, 8 χλμ ανατολικά των Αγ. Σαράντα κι άλλα τόσα Νοτιοδυτικά του Δελβίνου, τοποθετημένο στα δυτικά του βουνού της Φοινίκης. Σύμφωνα με το θρύλο το όνομα το πήρε από τον Φοινικαίο τον οποίο ο γιος του Καλής τον ενταφίασε στη ράχη και ίδρυσε την πόλη Φοινίκη με το όνομα του πατέρα του. Κατοικείται με ελληνικής καταγωγής πολίτες. Είναι αρχαίος οικισμός. Αναφέρεται ως αρχαίο κέντρο, είναι πρωτεύουσα της Χαονίας και το πιο οχυρωμένο κέντρο της. Τα οχυρά χωρίζονται σε τρεις φάσεις. Ένας μακρύς τοίχος 5 χλμ περικυκλώνει το λόφο με 530 στρέμματα όπου απλώνονταν η πόλη. Το πλάτος των τοίχων έφθαναν τα 3,10 μ. Οι ογκόλιθοι φθάνουν τις διαστάσεις 3,20 μ. μάκρος, 2,20 μ. ύψος και 1,60 μ. πλάτος και με βάρος γύρω στους 30 τόνους. Η τρίτη φάση έχει γίνει με μικρότερους ογκόλιθους. Μέσα στην περίφραξη απλώνονταν η Ακρόπολη με 650 μ. μάκρος Ιδρύθηκε ως πόλη τον Πέμπτο αιώνα π.Χ. Απλώθηκε προς το κάτω μέρος της ράχης, εκεί που είναι σήμερα τον πρώτο αιώνα μ. Χ.
 Το 233 π.Χ. η Φοινίκη έγινε η πρωτεύουσα της «Ηπειρωτικής Ένωσης» (η πιο δυνατή, οχυρωμένη και πλούσια πόλη της Ηπείρου) και είχε υπό την κηδεμονία της τις γειτονικές πόλεις του Βουθρωτού, Ογχησμού,αλλά και άλλες πόλεις της Ηπείρου. Δυτικά της ράχης, στον κάμπο, απλώνεται η Νεκρόπολη της πόλης όπου βγήκαν στο φως τάφοι του IV –III αιώνα π. Χ., κεραμικά, εργαλεία, νομίσματα, το άγαλμα της Άρτεμης, καθώς και το άγαλμα ενός νέου τον Ι-ΙΙ μ. Χ.
 Τον Ι-ΙΙΙ αιώνα απλώνεται σε μια μεγάλη επιφάνεια στον κάμπο. Αυτή την περίοδο είχε μια μεγάλη ζωντάνια και ανάπτυξη. Το μαρτυρεί η επαναλειτουργία του εργαστηρίου νομισμάτων (δύο είδη νομισμάτων: με την κεφαλή του Δία από την μια πλευρά), η ανάπτυξη της γεωργίας, του εμπορίου και της βιοτεχνίας, πράγμα που τα ωφελούσε η στρατηγική τοποθεσία της και οι φυσικο- κλιματικές συνθήκες.  Τα ερείπια της αρχαίας πόλης βρίσκονται σε ένα λόφο κοντά στη σύγχρονη πόλη. Σε αυτήν υπογράφτηκε συνθήκη το 205 π.Χ. που τερμάτιζε τον Α' Μακεδονικό Πόλεμο.
Γη  Απειρωτάν

Αστραία

Πηγές
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
WIKIMARIA
ΣΦΕΒΑ

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018

Στοργή για την Βόρεια Ήπειρο


Τα κύρια τοπωνύμια της Βορείου Ηπείρου, όπου πολέμησε ο Ελληνικός Στρατός το 1940, εμφανίζονται χαραγμένα στο μνημείο του αγνώστου στρατιώτη, στην είσοδο του Ελληνικού Κοινοβουλίου
Οι Έλληνες κατάφεραν για τρίτη φορά να καταλάβουν ξανά τα εδάφη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν αντεπιτέθηκαν στον ιταλικό στρατό και μπήκαν θριαμβευτές στα ελληνικά χωριά της Β. Ηπείρου. Ωστόσο, μετά την επίθεση των Γερμανών, ο Ελληνικός Στρατός εγκατέλειψε και πάλι την περιοχή. Τα χρόνια της κατοχής η αγγλική κυβέρνηση προέβη σε ευνοϊκές δηλώσεις για το βορειοηπειρωτικό ζήτημα στη Βουλή των Κοινοτήτων, αλλά η κατάσταση παρέμεινε ίδια. Όταν ο πόλεμος τελείωσε, ο στρατηγός Ν. Ζέρβας εισηγήθηκε να ενσωματωθεί η Βόρειος Ήπειρος στην Ελλάδα.
Στις 19 Οκτωβρίου 1944 ο Γεώργιος Παπανδρέου ως πρωθυπουργός, διακήρυξε ότι η Βόρειος Ήπειρος είναι αναπόσπαστο τμήμα της Ελληνικής επικράτειας.... «Εκείνο πάντως το οποίο οφείλουν όλαι αι Ελληνικαί Κυβερνήσεις να γνωρίζουν, είναι ότι το θέμα της Βορείου Ηπείρου υφίσταται. Και εκείνον το οποίον απαγορεύεται εις τον αιώνα, είναι δι΄ οιονδήποτε λόγον η απάρνησις του ιερού αιτήματος…..Καθ΄ όσον αφορά την Βόρειο Ήπειρο… η διεκδίκησις είναι ιερά και απαράγραπτος». Στο τέλος της ομιλίας του ανέφερε:
 «Αλλ’ εκτός της εθνικής διεκδικήσεως, υπάρχει και κάτι άλλο καθημεριvόν, επείγον θέμα: Η προστασία του πληθυσμού της Βορείου Ηπείρου. Η προστασία της ζωής, της τιμής και της περιουσίας του. Εις το σημείον αυτό, έχομεν χρέος να διεξαγάγωμεν συνεχώς αγώνας. Οι μάρτυρες αδελφοί μας, ζητούν από την Μητέρα πατρίδα μόνον συνεχή στοργικήν συμπαράστασιν διότι ζουν, υπό το κράτος της αφορήτου τυραννίας.
 Και αυτήν την στοργήν, οφείλομεν να τους παράσχωμεν!». 
 Γεώργιος Παπανδρέου, Ιούνιος 1960

 Τη δεκαετία του ’60 η αλβανική κυβέρνηση ακολούθησε μια πολιτική αφελληνισμού της ελληνικής μειονότητας και τον Μάρτιο του 1984 ο ΟΗΕ εξέδωσε απόφαση με την οποία καταδικαζόταν διεθνώς η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Αλβανία, σε βάρος των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου....
  Βουθρωτό,  Δέλβινο, Κορυτσά,   η νήσος Σάσων,  ο Ογχησμός (σύγχρονοι Άγιοι Σαράντα), η Φοινίκη, η Αντιγόνεια (κοντά στο σημερινό Αργυρόκαστρο), η Αντιπάτρεια (σύγχρονο Βεράτι), η Αμαντία, η Νίκαια, το Πήλιον, το Ωρικόν και μικρότεροι οικισμοί ήταν οι Κεμάρες (σύγχρονη Χειμάρρα) και το Θρόνιο μαρτυρούν την  Ελληνική  ιστορία της περιοχής.
 Ο όρος Βόρειος Ήπειρος χρησιμοποιήθηκε επίσημα για πρώτη φορά στις 17 Μαϊου 1914 με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας, προσδιορίζοντας το αυτόνομο κράτος που δημιουργήθηκε στην περιοχή.
Ζούσαν διάφορα ελληνικά (ηπειρώτικα) φύλα, τα κυριότερα ήταν οι Θεσπρωτοί, οι Χάονες, οι Μολοσσοί. Ιδιαίτερα, η περιοχή που εκτείνεται από τις ακτές της Αδριατικής, περιλαμβάνοντας τις περιοχές του Ογχησμού (σημερινών Αγίων Σαράντα) και Βουθρωτού ως την λίμνη Αχρίδα στην ενδοχώρα, κατοικούνταν από τους Χάονες (Χαονία).
 Με την περιοχή σχετίζονται διάφορες αφηγήσεις που ανάγονται στον τρωικό επικό κύκλο: ο Ελπήνωρ, μετά τον Τρωικό πόλεμο, επικεφαλής ομάδας Λοκρών και Αβάντων, ιδρύει τις πόλεις Ωρικό και Θρόνιο (στον κόλπο του Αυλώνα). Ο Αιακίδης Νεοπτόλεμος, συνοδευόμενος από Μυρμιδόνες, ίδρυσε την αρχαία Βυλλίδα (κοντά στην Απολλωνία). Ο Αινείας και ο Έλενος, εγκαταστάθηκαν με μια ομάδα Τρώων στην Χαωνία και ίδρυσαν το Βουθρωτό. Επίσης ένας γιος του Έλενου, ο Χάων υπήρξε ο γενάρχης των Χαόνων.

Αυτή τη στοργή οφείλουμε και σήμερα ....
ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ

Αστραία

Πηγές
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Δευτέρα 13 Αυγούστου 2018

Κασσώπη Ηπείρου




   Η Κασσιόπη είναι αστερισμός που σημειώθηκε για πρώτη φορά στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο και είναι ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση. Η Κασσιόπη βρίσκεται ολόκληρη στο βόρειο ημισφαίριο της ουράνιας σφαίρας, είναι μάλιστα τόσο βόρειος αστερισμός, ώστε στα χρόνια μας είναι σχεδόν αειφανής από την Ελλάδα. Στους λόφους του σημερινού χωριού Καμαρίνα του Δήμου Ζαλόγγου Πρέβεζας υπάρχουν τα ερείπια της αρχαίας πόλης Κασσώπης, η οποία ιδρύθηκε από τους Κασσωπαίους, ένα Ηπειρωτικό φύλο, κλάδο των Θεσπρωτών και πιθανώς αργότερα εποικίσθηκε και από εποίκους Ηλείους και Αρκάδες Μια άποψη λέει ότι η πόλη κτίσθηκε από γηγενείς Ηπειρώτες Θεσπρωτούς με σκοπό να προστατευθεί η εύφορη κοιλάδα. Ο Σκύλαξ ο Καρυανδεύς, εξερευνητής του 6ου αιώνα π.Χ. γράφει στο έργο του «Περίπλους»: «Η Κασσωπαία ήτο εθνότης εγκατεστημένη νοτίως της Θεσπρωτίας και παροικούσαν δε ούτοι έως τον Ανακτόριον Κόλπον (εννοεί Αμβρακικό). Παράπλους δε εστί της Κασσωπαίας χώρας ήμισυ ημέρες» . Ο γεωγράφος Στράβων θεωρεί τους Κασσωπαίους Θεσπρωτούς Ηπειρώτες και γράφει: «Χάονες μέν ούν και Θεσπρωτοί και μετά τούτων εφεξής Κασσωπαίοι, και ούτοι δ’ εισί την από Κεραυνίων ορέων μέχρι του Αμβρακικού κόλπου παραλίαν νέμονται χώραν ευδήμονα έχοντες». Η Κασσώπη απέκτησε οικονομική δύναμη με το εμπόριο, την κτηνοτροφία και τα γεωργικά προϊόντα της εύφορης πεδιάδας των παραλιών της Πρέβεζας και του Αχέροντα.
  Ο πρώτος που ταύτισε τα ερείπια με την αρχαία Κασσώπη είναι ο Άγγλος περιηγητής συνταγματάρχης Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ (William Martin Leake), ο οποίος επισκέφθηκε την περιοχή τα έτη 1805 και το 1835 δημοσίευσε το διάγραμμά της. Γιά την Κασσώπη επίση έχουν γράψει οι περιηγητές Νίκολας Χάμοντ Nickolas Hammond και Φρανσουά Πουκεβίλ (Francois Pouckeville). Οι απόψεις για τη χρονολογία ίδρυσης της Κασσώπης διίστανται. Μία άποψη φέρει την Κασσώπη να ιδρύεται στον 8ο – 7ο αιώνα π.Χ. από Αρκάδες και Ηλείους εποίκους και άλλη άποψη τον 4ο αιώνα π.Χ. από Κασσωπαίους, κλάδο των Θεσπρωτών. Η άποψη του Υπουργείου Πολιτισμού (Ελλάδα) είναι ότι «η Κασσώπη, πρωτεύουσα της Κασσωπαίας, κτίστηκε πριν τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. (340 π.Χ), σε φυσικά οχυρή θέση, σε ένα οροπέδιο με υψόμετρο 550-650 μ., στις πλαγιές του Ζαλόγγου, με σκοπό να προστατεύσει από την εκμετάλλευση των Ηλείων αποίκων, την εύφορη πεδιάδα που απλωνόταν νοτιότερα». Η αλήθεια είναι κάπου ενδιάμεσα. Πιθανώς παλιότερα, αλλά έλαβε τη μεγάλη ανάπτυξη και αίγλη της τον 4ο αιώνα π.Χ.. Ο Στέφανος Βυζάντιος, συγγραφέας της εποχής του 6ου αιώνα μ.Χ., αναφέρει την Κασσώπη στο βιβλίο του «Εθνικά»: «Πόλις εν Μολοσσοίς επώνυμος τη Κασσωπαία Χώρα».
  Οι περισσότεροι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρονται με τον ευρύτερο όρο Κασσωπαία χώρα και όχι τόσο στην πόλη Κασσώπη. Εξαίρεση αποτελεί ο Διόδωρος Σικελιώτης (80-20 π.Χ.) στο βιβλίο του «Ιστορική Βιβλιοθήκη ΙΧ, 88» πού αναφέρει «Κασσώπη, πόλις με το όνομα τούτο εις τον Ηπειρωτικόν χώρον» και ο προαναφερθείς Στέφανος Βυζάντιος.
  Η Αρχαία Κασσώπη έλαβε μέρος τόσο στην εθελοντική ομοσπονδία πόλεων Ηπειρωτική Συμμαχία που συνέστησε η Μυρτάλη - Ολυμπιάδα, μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όσο και αργότερα στό πλέον μακρόβιο Κοινό των Ηπειρωτών. Ο περιηγητής Κυριάκος από την Ανκόνα γράφει πώς το έτος 1435 που επισκέφθηκε την Κασσώπη «βρήκε ένα μεγάλο δάσος από βελανιδιές και χρυσόξυλο», ένα είδος πουρνάρι από το οποίο με κατεργασία έπαιρναν το πρινοκόκι, ή κρεμεζί, ή κικνίδι, βαφή της υφαντουργίας. Στον Πελοποννησιακό Πόλεμο η Κασσώπη τάχθηκε με την πλευρά των Σπαρτιατών, ενώ οι άλλοι Ηπειρώτες συντάχθηκαν με τους Αθηναίους. Έτσι αργότερα ο βασιλιάς Φίλιππος Β' της Μακεδονίας, σε συμφωνία με τους φίλους του Ηπειρώτες Μολοσσούς κυρίευσε την Κασσώπη, την Πανδοσία, το Βουχέτιον, τις Βατίες και την Ελάτρεια και τις παραχώρησε ως δώρο στον βασιλέα των Μολοσσών Αλέξανδρο Α', αδελφό της συζύγου του, Μυρτάλης Ολυμπιάδας. Υπενθυμίζεται ότι ο Αλέξανδρος Α' παντρεύτηκε την ανεψιά του, Κλεοπάτρα, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και την ίδια ημέρα αυτού του γάμου δολοφονήθηκε ο Φίλιππος Β' από τον Παυσανία.
   Ο στρατηγός Λυκίσκος κατέλαβε αυτές τις πόλεις και εγκατέστησε Μακεδονικές φρουρές. Από τη στιγμή αυτή όλη η Ήπειρος συντάσσεται με την Μακεδονική πολιτική και σημαντικό εκστρατευτικό σώμα Ηπειρωτών συμμετέχει στους μακροχρόνιους πολέμους του Μεγάλου Αλεξάνδρου της Ασίας. Έχει καταγραφεί το έτος 1980 -1985 το εξής γεγονός: όταν γυρίσθηκαν τα πρώτα ντοκιμαντέρ στην ορεινή περιοχή του Πακιστάν, όπου ζει η φυλή των Καλάς (Kalash), απόγονων Ελλήνων στρατιωτών του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ένας ηλικιωμένος άνδρας Καλάς δήλωσε ότι «θυμάται από την προφορική παράδοση ότι οι πρόγονοί του κατάγονταν από μια μακρινή ορεινή περιοχή, άπειρο χώρα (Ήπειρος), που είχε πολλά βουνά και ποτάμια που ένα το έλεγαν Τσίαμι (Θύαμις = Καλαμάς) και το άλλο πήγαινε στον Κάτω Κόσμο (Αχέρων)». Βουδιστικά κείμενα, όπως το «Majjihima Nakaya», αναφέρονται σε «Κράτος Ελλήνων» την εποχή του Βούδα τον 6ο π.Χ. αιώνα στον Καύκασο (Ινδοκούς), εκεί που σήμερα ζουν οι Καλάς. Εξάλλου η πόλη Κανταχάρ λεγόταν Ισκανταχάρ από το Μέγα Αλέξανδρο. Οι σημερινοί Καλάς αποκαλούν τον Μέγα Αλέξανδρο «Σικαντέρ Αζάμ».       Προφανώς ο διθάλαμος Μακεδονικός Τάφος ευγενούς μέλους της κοινωνίας που σώζεται σήμερα στην Κασσώπη ανήκει σε αυτή τη χρονική περίοδο της Μακεδονικής κυριαρχίας.
   Η πόλη είχε δικό της νομισματοκοπείο. Το νόμισμα της Κασσώπης απεικόνιζε τον Δία και αετό σε κεραυνό. Η πόλη διατηρούσε πολιτική αγορά, πρυτανεία, δύο θέατρα, ξενώνα, ναούς λατρείας της Αφροδίτης και του Σωτήρος Διός. Η Κασσώπη διαθέτει αξιόλογα Μνημεία που δεσπόζουν στο οροπέδιο. Αυτά είναι τα Τείχη, η Βόρεια Στοά, η Δυτική Στοά, το Πρυτανείον, το Ωδείον, το Θέατρο, ο Βωμός της Αφροδίτης (Θεά της Ομορφιάς, του Έρωτα και της Γονιμότητας), ο Βωμός του Απόλλωνα, όπως και Ναό της Αφροδίτης, εκτός της ακροπόλεως στο Ζάλογγο.
 
 Αστραία

Πηγές
 ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


Τετάρτη 8 Αυγούστου 2018

Ο Ηρακλής στην Αμβρακία


Η παρουσία του Ηρακλή στην Ήπειρο και  στην Αμβρακία σύμφωνα με τον Εκαταίο

Στην διεκδίκηση της Αμβρακίας όπου ο Ηρακλής, η Άρτεμη και ο Απόλλωνας φιλονικούν και ο κριτής - διαιτητής Κραγαλέας ανακήρυξε προστάτη της πόλης τον Ηρακλή, θύμωσε ο Απόλλωνας και μετέτρεψε τον συνετό Κραγαλέα σε λίθο. Στην περιοχή που έλαβε χώρα η φιλονικία των θεών και του ήρωα Ηρακλή, ο μύθος αναφέρει ότι ο Ηρακλής έπληξε με το ρόπαλο του την κορύνη της πλάκας του βουνού κι εξήλθε ιαματικό νερό. Από τότε η περιοχή αυτή ονομάζεται "Λουτρά Ηρακλέους" και υπάρχουν και σήμερα τα γνωστά ιαματικά λουτρά Χανοπούλου. Σύμφωνα με τον Εκαταίο τον Μιλήσιο, ο Γηρυόνης ήταν βασιλιάς της χώρας κοντά στην Αμβρακία «της περί την Αμβρακίαν και Αμφιλόχους» και είχε τα περίφημα βόδια, που άρπαξε ο Ηρακλής.

Ο Γηρυόνης έτρεξε και σταμάτησε τον Ηρακλή που είχε ήδη αρπάξει τα ζώα. "Με τα τρία του χέρια", γράφει ο Αισχύλος,  "ύψωνε ενάντια στον Ηρακλέα τρεις λόγχες ενώ κρατούσε και τρεις ασπίδες. Σείωντας τρία λοφία στις κεφαλές του βάδιζε προς τον Ηρακλέα γεμάτος δύναμη κι ήταν, έτσι καθώς προχωρούσε προς τον ήρωα, ίδιος με το θεό του πολέμου, τον Άρη". Κάτι, φαίνεται, να του είπε πρώτος ο Ηρακλής και ο Γηρυόνης, του αθάνατου Χρυσαόρα και της Καλλιρόης ο γιος, του απάντησε: "Μην πας να τρομάξεις την ψυχή κου την άφοβη. Την ασπίδα κρατούσε στο στέρνο η Γηρυόνης μπροστά, αλλ' αυτός ο Ηρακλής με την πέτρα στο κεφάλι τον χτύπησε κι απ' το κεφάλι αμέσως μια μεγάλη βροντήκαι έμεινε αυτός στο χώμα ακούνητος. Φέροντας το τέλος του σκληρού θανάτου με αίμα μολυσμένο και χολή, με πόνους και σπασμούς απ' την ανθρωποκόνα Ύδρα και σιωπηλά το έμπηξε στο μέτωπο με δόλο και του διέσχισε σάρκα και οστά, με του θεού τη θέληση και πέρασε το βέλος στο κεφάλι του αντίπερα, στην άκρη και χύθηκε το αίμα στο θώρακα και στα μέλη του κόκκινο. Και έκλινε οπ Γηρυόνης τον αυχένα του προς τη μεριά, όπως η παπαρούνα γέρνει το μαλακό της μίσχο, αμέσως μόλις ρίξει τα φύλλα της. Ο Ηρακλής κατανίκησε τον Γηρυόνη και άρπαξε το κοπάδι του". περιοδικό "Σκουφάς", τόμος ΙΑ, 1998, σσ. 130-131.

Από το βιβλίο του Αριστείδη Σχισμένου: "ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΘΕΣΙΩΝ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΑΡΤΑΣ"

Αστραία




Ο μικρός Έρωτας στην Άρτα


απομακρύνει τον κύκνο

Ψηφιδωτό δάπεδο, από τον 4ο π.X. αιώνα, που κοσμεί τον κυκλικό χώρο ενός λουτρού έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στην Άρτα. Το βοτσαλωτό δάπεδο έχει κυκλικό σχήμα και καλύπτει το κεντρικό τμήμα χώρου του λουτρού που προϋπήρχε στην ίδια θέση, όπου αργότερα κατασκευάστηκε το Μικρό Θέατρο. Αποτελείται από μικρά λευκά, φαιοκίτρινα και σκουρόχρωμα ποταμίσια βότσαλα που απεικονίζουν σκηνές που σχετίζονται με το υγρό στοιχείο. Η διακόσμηση, περιλαμβάνει τρέχουσα σπείρα που οριοθετεί την παράσταση, στην οποία απεικονίζονται σκηνές ερωτιδέων που παίζουν διάφορα παιχνίδια με κύκνους, ερωτιδέας που ιππεύει δελφίνι, κύκνος που πετά, ψάρια, υδρόβια πτηνά και ένα χταπόδι.

   Περί το έτος 1000 μ.Χ. εμφανίζεται το όνομα Άρτα, πιθανόν από το λατινικό artus, arta, artum = στενός, στενή, στενό. Αρτίζομαι,  «Άρτα αρτυμή του κόσμου»,  σημαίνει και εύφορη περιοχή λόγω της παραγωγής σιτηρών που τάϊζε τον κόσμο. Κατά μία άλλη εκδοχή η λέξη Άρτα προήλθε πιθανόν από παραφθορά του ονόματος Αμβρακία ή από το όνομα του ποταμού Αράχθου.
   Στις 28 Μαρτίου 1881, η Θεσσαλία και η Άρτα περιέρχονται στην Ελλάδα. Η Άρτα είναι η πρωτεύουσα του νομού Άρτας  καθώς και η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ηπείρου.   Η πόλη είναι χτισμένη στην ίδια θέση που κατά την αρχαιότητα υπήρχε μια από τις σημαντικότερες πόλεις της περιοχής, η Αμβρακία.  Στην Αμβρακία κτίζονται ναοί και θέατρα, ενώ λειτουργεί αποχετευτικό δίκτυο, μια υποδομή που η νεότερη Άρτα εγκατέστησε πριν περίπου είκοσι χρόνια.
  Οι πολίτες της Αμβρακίας εξέλεγαν στην Εκκλησία του Δήμου τους βουλευτές και μεταξύ αυτών με κλήρωση προέκυπταν οι Πρυτάνεις, που στελέχωναν τις βραχύβιες κυβερνήσεις της πόλης. Σε πολύ μικρή απόσταση ο ναός του Απόλλωνα, «πολιούχου» της πόλης- μεταγενέστεροι κάτοικοι της περιοχής τον χρησιμοποίησαν κυριολεκτικά σαν «λατομείο», ώστε από το μεγαλειώδες κτίσμα του 500 π.Χ. έχει διασωθεί μόνο η κάτοψή του. Η ανασκαφή έφερε, όμως, στο φως τους δύο λίθινους βωμούς του, όπως και πολλά ειδώλια που για αιώνες οι πιστοί συνέχιζαν να προσφέρουν στο θεό τους. Οι Αμβρακιώτες είχαν «πολιτικοποιήσει» τη λατρεία του, θεωρώντας ότι επενέβαινε σαν ειρηνοποιός στις συχνές εμφύλιες διαμάχες τους, ενώ στη συνδρομή του απέδιδαν και την εκδίωξη τυράννων της πόλης.
  Η ίδρυση της αρχαίας Αμβρακίας τοποθετείται από τους αρχαιολόγους στο 630-620 πΧ. Η Αμβρακία, πρακτικά αποικία των Κορινθίων, ιδρύθηκε από τον Γόργο νόθο γιό του Κύψελου, τυράννου της Κορίνθου σε μια περιοχή που ανήκε στους Δρύοπες, ηπειρωτικό φύλο.
  Η Αμβρακία έλαβε μέρος στους Περσικούς πολέμους, διέθεσε επτά πλοία στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας και πεντακόσιους οπλίτες στη Μάχη των Πλαταιών. Στον Αμβρακικό κόλπο υπήρχε επίνειον της Αμβρακίας με το όνομα Άμβρακος. Η Αμβρακία και ο Άμβρακος συνδέονταν με την πλακόστρωτη ή σκυρόστρωτη (χαλικόστρωτη) Ιερά Οδό πλάτος 12 μέτρων, εκ της οποίας έχουν αποκαλυφθεί 300m κοντά στο στάδιο της Άρτας.
 Το έτος 582 πΧ η Αμβρακία είχε δημοκρατικό πολίτευμα, μετά την τυραννία του Περίανδρου, 74 χρόνια προγενέστερη της Δημοκρατίας του Κλεισθένη στην Αθήνα. Διάσημοι Αμβρακιώτες ήταν ο γλύπτης Πολύστρατος, ο μουσικός Επίγονος, ο ποιητής της μέσης κωμωδίας Επικράτης και ο ολυμπιονίκης Λέων της 96ης Ολυμπιάδας (Παυσανίας). Το 500 πΧ κτίσθηκε στην Αμβρακία ο τεράστιος Ναός του Απόλλωνος Σωτήρος.
  Το τοπωνύμιο Αμβρακία οφείλεται κατά την μυθολογία στον Αμβρακία, γιο του Θεσπρωτού. Το 625 π.Χ. εγκαταστάθηκαν στην Αμβρακία οι Κορίνθιοι - καλεσμένοι ίσως από τους παλιούς κατοίκους - με αρχηγό τους τον Γόργο, νόθο γιο του Κυψέλου, του τυράννου της Κορίνθου. Η Αμβρακία με τους Κορίνθιους πια, γνώρισε μεγάλη οικονομική ακμή και στρατιωτικοναυτική ισχύ όπως προκύπτει από τα αρχαία κείμενα και τα αρχαιολογικά ευρήματα.
 Από το 625 π.Χ. μέχρι την εποχή του Πύρρου, η Αμβρακία είχε κατά περιόδους τυραννικό, ολιγαρχικό - τιμοκρατικό ή δημοκρατικό πολίτευμα. Κατά μία άποψη, στην Αμβρακία δημιουργήθηκε το πρώτο δημοκρατικό καθεστώς μερικές δεκαετίες πριν απ' την δημοκρατία της Αθήνας. Η Αμβρακία είχε ένα από τα τελειότερα πολεοδομικά συστήματα της αρχαιότητας, ονομαστά δε ήταν τα γυναικεία αμβρακιώτικα υποδήματα, γνωστά με το όνομα Αμβρακίδες.
  Το 295 π.Χ. ο Πύρρος την έκανε πρωτεύουσα του Κράτους του κι απ' αυτή εξορμούσε για την Ελλάδα και την Ιταλία. Ο Πύρρος γέμισε την Αμβρακία με μεγάλες οικοδομές, ναούς, αγάλματα, ζωγραφικούς πίνακες κλπ. Η Αμβρακία έλαβε μέρος στους Περσικούς πολέμους και συμμετείχε με σημαντική δύναμη, με επτά πλοία, στη ναυμαχία της Σαλαμίνας και με 500 οπλίτες στη μάχη των Πλαταιών. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου έμεινε πιστή στη μητρόπολη της Κορίνθου, την οποία και βοήθησε στις πολεμικές της επιχειρήσεις κατά των Κερκυραίων.
  Ο Πύρρος έδωσε διεθνή αίγλη στην πόλη, όπως άλλωστε, σ’ ολόκληρη την Ήπειρο και κόσμησε την Αμβρακία με σημαντικά οικοδομήματα. Η αρχαία πόλη ήταν κτισμένη σύμφωνα με το Ιπποδάμειο σύστημα και είχε αξιόλογα κτίρια και επιβλητικά τείχη, ένα Δωρικό ναό του Πυθίου Απόλλωνα που βρέθηκε στο κέντρο της σημερινής πόλης (οδός Βασιλέως Πύρρου) και κοντά σ’ αυτόν αποκαλύφθηκε το μικρό θέατρο. Το 189 π.Χ. η Αμβρακία μετά από σθεναρή αντίσταση, αναγκάστηκε να δεχθεί Ρωμαϊκή Φρουρά. Πιθανόν για το λόγο αυτό η πόλη διέφυγε την καταστροφή, όταν λίγα χρόνια αργότερα, το 167 π.Χ. ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος Παύλος κατέστρεψε 70 Ηπειρωτικές πόλεις και οδήγησε στην αιχμαλωσία 150.000 Ηπειρώτες.
   Ο Αριστοτέλης στο έργο του «Αμβρακιωτών Πολιτεία» ανέλυε τη μορφή του δημοκρατικού πολιτεύματος που είχε καθιερωθεί στην Αμβρακία, πριν ακόμα τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη που εγκαινίασαν την αθηναϊκή δημοκρατία.

Αστραία

ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Καθημερινή
Ταχυδρόμος
27 αιώνες πόλη